- εκτιμητικό(ν)
- το оценочный акт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκτιμητικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτίμηση: Εκτιμητική έκθεση. 2. το ουδ. ως ουσ., εκτιμητικό έγγραφο που περιέχει τα πορίσματα εκτίμησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)