εκτιμητικό(ν)

εκτιμητικό(ν)
το оценочный акт

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εκτιμητικό(ν)" в других словарях:

  • εκτιμητικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτίμηση: Εκτιμητική έκθεση. 2. το ουδ. ως ουσ., εκτιμητικό έγγραφο που περιέχει τα πορίσματα εκτίμησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»